βουρδούλακας
Смотреть что такое "βουρδούλακας" в других словарях:
βουρδούλακας — ο ο βρικόλακας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουρδούλακας — ο ο βρικόλακας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)